- κεραμιδάδικο
- κεραμιδάρειό τό см. κεραμοποιείο[ν];
§ έγινε κεραμιδάρειό — всё перевернулось вверх дном
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ έγινε κεραμιδάρειό — всё перевернулось вверх дном
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεραμιδάδικο — το [κεραμιδάς] κεραμοποιείο … Dictionary of Greek
κεραμιδάδικο — το το μέρος όπου φτιάχνονται κεραμίδια και άλλα πήλινα αγγεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμιδαριό — το 1. κεραμιδάδικο. 2. η φράση «Tα κανε κεραμιδαριό», τα σπασε όλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμοποιείο — το κεραμιδάδικο, εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)